15/8/12

Ενσυναίσθηση


  1.   Μια κριτική ματιά στην ενσυναίσθηση σε PDF
  2.   Το μάθημα της ιστορίας για την ανάπτυξη του αλτρουισμού
  Μαρία Μαυρομμάτη,
  Υποψήφια Διδάκτορας, Πανεπιστήμιο
   Μακεδονίας
  Email: mmavrom@uom.gr

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι η παρουσίαση της ενσυναισθητικής προσέγγισης της ιστορικής γνώσης και η σύνδεση των ικανοτήτων που αναπτύσσονται μέσω αυτής με δεξιότητες που θεωρούνται απαραίτητες στη σημερινή εποχή, όπως η κατανόηση της διαφορετικότητας, η αποδοχή του Άλλου και το ενδιαφέρον για κοινή ευημερία. Η ανάπτυξη της φαντασίας και η αντίληψη διαφορετικών οπτικών γωνιών προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα ιστορικά φαινόμενα, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του αλτρουισμού ως απόρροια της ενσυναισθητικής προσέγγισης, δημιουργούν τη βάση για την αξιοποίηση του σχολικού μαθήματος της ιστορίας με σκοπό τη δημιουργία υπεύθυνων και κοινωνικά ευαίσθητων πολιτών.



1. Η ενσυναίσθηση ως προσέγγιση και σκοπός της ιστορίας

Aπό τα τέλη της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκε ως ζητούμενο της διδασκαλίας της σχολικής ιστορίας η ιστορική κατανόηση και εξήγηση, μέσω της ιστορικής ενσυναίσθησης και της δημιουργικής φαντασίας και με βάση πάντα τα ιστορικά τεκμήρια.  Στη σχετική βιβλιογραφία[1] εδραιώνονται οι δύο παραπάνω ικανότητες ως όργανα για την εξήγηση των ιστορικών φαινομένων, τα οποία τώρα πια προσεγγίζονται ως μοναδικά και ανεπανάληπτα. Σε αντίθεση με την ως τότε προσέγγιση, πλέον δεν ενδιαφέρουν οι γενικεύσεις, η συναγωγή νόμων και η εξήγηση με βάση ιστορικές δομές, αλλά η ερμηνεία ιστορικών καταστάσεων και αντιλήψεων μέσα στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα στα οποία διαμορφώνονται. Βασικός παράγοντας κατανόησης θεωρείται η σύλληψη των συγκεκριμένων σκέψεων, αντιλήψεων και κινητήριων δυνάμεων που αποτελούν τη βάση για την εξήγησή τους. Η διδακτική της ιστορίας επικεντρώνεται στην αναζήτηση της αιτιότητας, με διαδικασίες που ευνοούν την ανάπτυξη τόσο του κριτικού πνεύματος όσο και της ενσυναισθητικής γνώσης, όπως μεταφράζεται η δυνατότητα για εννόηση των σκέψεων και των θέσεων των άλλων.

Ο Lee (1983), στο κλασσικό σήμερα άρθρο του, αναλύει τη διαδικασία της ιστορικής κατανόησης μέσω των πηγών, εντοπίζοντας μια σημαντική παράλειψη των προηγούμενων πλαισίων διδασκαλίας της ιστορίας: βασική προϋπόθεση για την εξήγηση των ιστορικών φαινομένων, αποτελεί, λέει, η «έξοδος» από το δικό μας τρόπο σκέψης ως ανθρώπων του 20ου (σήμερα 21ου) αιώνα, και η προσπάθεια εξήγησης ενεργειών και σκέψεων με βάση τα δεδομένα της εποχής που μελετάμε. Ό,τι θεωρείται σήμερα ‘λογικό’ και αναμενόμενο, δεν ήταν κατά την εποχή που μελετάμε. Συνεπώς οι εξηγήσεις μας για τα γεγονότα του παρελθόντος δε μπορεί να βασίζονται στις σημερινές γνώσεις μας, αλλά πρέπει να προκύπτουν μέσω μιας  διανοητικής μεταφοράς μας στο χώρο και το χρόνο που συμβαίνουν τα γεγονότα προς μελέτη. Στη διαδικασία αυτή πρωτεύουσας σημασίας είναι η ικανότητα για δημιουργική φαντασία, η οποία βοηθά, ως εργαλείο της ενσυναισθητικής προσέγγισης, να εξηγήσουμε, και συνεπώς να κατανοήσουμε, τις αιτίες και τις αντιλήψεις που κρύβονται πίσω από συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Η κατανόηση των αιτιών, των πεποιθήσεων, των αισθημάτων που ωθούν το ιστορικό υποκείμενο στις συγκεκριμένες πράξεις που έχουν φτάσει σε εμάς ως ιστορικά γεγονότα, αποτελεί το πρώτο βήμα για την ερμηνεία, σε συνδυασμό πάντα με τις διαθέσιμες πηγές, οι οποίες θα λειτουργήσουν και ως έναρξη για διερεύνηση και ως αποδείξεις για την εξήγηση που θα δώσουμε. Κεντρικός είναι εδώ ο ρόλος της φαντασίας, ως απαραίτητου συστατικού για την δημιουργία υποθέσεων που θα οδηγήσουν σε ερμηνείες.

Σε μια προσπάθεια περαιτέρω επεξήγησης της έννοιας της ιστορικής ενσυναίσθησης ο Lee επισημαίνει πως ο όρος δεν ταυτίζεται με την δικαιολόγηση των πράξεων των ιστορικών υποκειμένων, αλλά με την αιτιολόγησή τους, υπό την έννοια ότι κατά τη διαδικασία της ενσυναισθητικής κατανόησης αυτό που ενδιαφέρει τον ιστορικό είναι να συνδέσει τις πράξεις των ιστορικών προσώπων με τις αντιλήψεις και το σύστημα αξιών τους, ώστε με βάση τη σύνδεση αυτή να εξηγήσει τις αιτίες των ενεργειών που μελετά. Δεν ενδιαφέρει, κατά την κατανόηση των ιστορικών γεγονότων, να ταυτιστεί κανείς με τις αντιλήψεις των ανθρώπων που μελετά, παρά να αναγνωρίσει τους λόγους για τους οποίους, στα συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα, οι πράξεις των ανθρώπων ήταν αυτές που ήταν, και όχι κάποιες άλλες. Η μέθοδος αυτή, υποστηρίζει ο Lee, δεν είναι «συναισθηματική» αλλά καθαρά λογική, διότι καταρχήν ο ιστορικός δεν μπορεί να ταυτιστεί ποτέ με μια αντίληψη ενός ιστορικού προσώπου η οποία γνωρίζει ότι είναι λανθασμένη, καθώς δεν είναι αυτός ο σκοπός της ενσυναισθηματικής κατανόησης, και κατά δεύτερον διότι ακόμα και αυτά τα συναισθήματα έχουν λογική βάση, ως πεποιθήσεις σχετικά με τα πράγματα, που βοηθούν τον άνθρωπο να ξεχωρίσει αντίθετες μεταξύ τους έννοιες όπως το φόβο από την ελπίδα, τη ζήλια από το θυμό κλπ. Επιπλέον, προκειμένου να κατανοήσει κανείς το σύστημα πεποιθήσεων ανθρώπων παλαιότερων εποχών μέσω της ενσυναίσθησης, είναι απαραίτητο να στηριχθεί σε μια λογική συνέχειας και αιτιότητας, που θα προσφέρουν οι αποδείξεις που παρέχουν οι ιστορικές πηγές, όπως και στην αποδοχή ορισμένων μεταβλητών, τις οποίες εξ αρχής θα δεχθεί σαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τόσο εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα όσο και αναπτύσσεται η ερμηνεία τους (ό.π., σελ. 40). Εδώ ακριβώς έγκειται και ο ρόλος του μαθήματος της ιστορίας, που επηρεάζει το πλαίσιο και τους σκοπούς της διδασκαλίας του ως σχολικού μαθήματος αλλά και τις διδακτικές μεθόδους που θα χρησιμοποιηθούν: στόχος είναι οι μαθητές να αποκτήσουν την ικανότητα να «μπαίνουν στη θέση του άλλου», να κατανοούν πώς ένιωθαν και κατ’ επέκταση γιατί έπραξαν όπως έπραξαν οι άνθρωποι τις ενέργειες των οποίων μελετούν.


2. Ενσυναίσθηση και διαμόρφωση κοινωνικών δεξιοτήτων

Ο προβληματισμός σχετικά με την κατανόηση εναλλακτικών αντιλήψεων αποτέλεσε κεντρική ιδέα τόσο στη φεμινιστική όσο και στην διαπολιτισμική θεωρία. Η φεμινιστική προσέγγιση προτείνει την ενσυναίσθηση ως μέσο απόκτησης γνώσης και ως μορφή κατανόησης, αντιπαραβάλλοντας τις γυναικείες ικανότητες συναισθηματικής αντίδρασης στη φροϋδική θεωρία περί έλλειψης αισθήματος δικαιοσύνης και λογικής ικανότητας στη γυναίκα (Kornfeld, 1992: 24-26). Η φεμινιστική θεωρία συγκλίνει σε πολλά βασικά της σημεία με τη διαπολιτισμική, στη διαπίστωση ότι η ισχύουσα κοινωνική πραγματικότητα αποκλείει την γυναικεία πλευρά και την πλευρά των μειονοτήτων/ αλλοδαπών, βασιζόμενη σε ένα μοντέλο πατριαρχικό, γένους αρσενικού και χρώματος λευκού. Ακόμα και ως προς τη διαμόρφωση του νομικού συστήματος, υπάρχουν φωνές που υποδεικνύουν την ανάγκη για ολόπλευρη ενσωμάτωση των εμπειριών και των αντιλήψεων των παριών της κοινωνίας, των αλλοδαπών και αλλοεθνών συμπολιτών μας. Προκειμένου να προσεγγίσουμε την έννοια της δικαιοσύνης είναι αναγκαία η γνώση της οπτικής των άλλων, αυτών που είναι περιθωριοποιημένοι και των οποίων τις ανάγκες και τα συστήματα αξιών δεν αναγνωρίζει το υπάρχον σύστημα. Η υπόθεση ότι μέσω της ανακατασκευής καταστάσεων που ζουν οι άλλοι μπορεί να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη υποστηρίζεται και από τη φεμινιστική και από την διαπολιτισμική θεωρία, που αποτελούν το διπλό πρίσμα μέσα από το οποίο συνδέεται το αίσθημα δικαιοσύνης με την ικανότητα για ενσυναισθητική κατανόηση του άλλου. Η νοερή κατασκευή εναλλακτικών πραγματικοτήτων που προτείνεται από τις δύο παραπάνω προσεγγίσεις εύκολα βρίσκει εφαρμογή στο αντικείμενο της σχολικής ιστορίας, ζητούμενο της οποίας είναι η ολόπλευρη κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας. Η Kornfeld προτείνει για την επίτευξη του σκοπού αυτού τόσο την εισαγωγή στο μάθημα της ιστορίας εναλλακτικών, δηλαδή που να μην ανήκουν στην επίσημη ιστορία, ιστορικών πηγών, όπου θα αντικατοπτρίζονται πλευρές που ως τώρα δεν αφήνει η επίσημη ιστορία να ακουστούν, όσο και την υιοθέτηση από τους εκπαιδευτικούς μεθόδων διδασκαλίας που θα μειώσουν την αντιληπτική απόσταση μεταξύ της πραγματικής εμπειρίας των μαθητών και της ιστορικής εμπειρίας, δηλαδή προσομοιώσεις, παιχνίδια ρόλων, αντιπαράθεση απόψεων, ανάλυση πηγών (ό.π., σελ. 27-30).

Οι σύγχρονες προσεγγίσεις στη διδακτική της ιστορίας που χαρακτηρίζονται από  κοινωνικοπολιτιστικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα στην διδασκαλία του μαθήματος, προτείνουν τόσο τη μέθοδο της διερεύνησης όσο και την ιστορική κατανόηση μέσω της ενσυναίσθησης. Στόχος της σχολικής ιστορίας είναι η δημιουργία δημοκρατικών πολιτών, ατόμων με ευρύτητα πνεύματος και ικανότητες που συνάδουν με τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της επικοινωνίας και της αλληλοκατανόησης. Θεωρείται πως τόσο η ευρύτητα στην αποδοχή διαφορετικών αντιλήψεων, στην κατανόηση της διαφοράς και της ποικιλίας που προκύπτουν από μια ενσυναισθητική προσέγγιση των ιστορικών καταστάσεων, όσο και η κριτική ικανότητα που προκύπτει από τη μέθοδο της διερεύνησης και της κατασκευής της γνώσης, συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία ενεργών δημοκρατικών πολιτών.

Με την ενσυναίσθηση συνδέεται στενά η δημιουργική φαντασία, η οποία εμφανίζεται στη διάρκεια της ιστορικής έρευνας και ως υπόθεση προς διερεύνηση και ως νόηση ενός φανταστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αυτή λαμβάνει χώρα, ενός πλέγματος προϋποθέσεων εντός του οποίου βασίζουμε τα ερωτήματά μας και ξεκινούμε την έρευνα. Η φαντασία έρχεται να συμπληρώσει τα κενά των ιστορικών πηγών και να κινητοποιήσει την ενσυναισθητική κατανόηση, δημιουργώντας καταρχήν την υπόθεση ότι σε διαφορετικές περιστάσεις οι σκέψεις, οι αξίες και οι πράξεις αναμένεται να είναι διαφορετικές από αυτές που προβλέπουμε με τα δικά μας δεδομένα. Με τα λόγια του Lee (1983, σελ. 38), «ο ρόλος της φαντασίας ως υπόθεσης είναι να αλλάξουμε την οπτική γωνία μας: τότε όλα μοιάζουν διαφορετικά, και τότε μπορούμε να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε». Με άλλα λόγια, τότε παύει να αποτελεί «ξένη χώρα, όπου όλα τα κάνουν διαφορετικά» το παρελθόν, και ανοίγει τις πόρτες του στο σύγχρονο μελετητή. Συνδέονται λοιπόν η φαντασία, η ενσυναίσθηση, η κατανόηση και η αξιοποίηση των διαθέσιμων τεκμηρίων ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ιστορική εξήγηση. Οι διεργασίες αυτές είναι πρωταρχικής σημασίας για τη σχολική ιστορική εκπαίδευση, καθώς επιτρέπουν στους μαθητές να κατανοήσουν τη διαφορετικότητα και επομένως τη μοναδικότητα ιστορικών φαινομένων, και στη συνέχεια να αποκτήσουν την ικανότητα για κατανόηση και αποδοχή της πολλαπλότητας και της πολυμορφίας ως κοινωνική δεξιότητα.

Η έννοια της ιστορικής διερεύνησης αποτελεί από μόνη της αντικείμενο προς συζήτηση: συνήθως αναφέρεται σε οποιαδήποτε σύγχρονη, μαθητοκεντρική προσέγγιση, με σκοπό να τη διαχωρίσει από τη μετωπική διδασκαλία, και θεωρείται σχεδόν πάντα αποτελεσματικότερη μέθοδος, παρόλο που υπάρχουν έρευνες που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την αποτελεσματικότητά της. Πολλές φορές η έννοια είναι συνώνυμη της διδασκαλίας των ιστορικών δομών και της ακαδημαϊκής προσέγγισης του αντικειμένου, καθιστώντας ορατό τον κίνδυνο όχι μόνο το μάθημα να γίνει το ίδιο βαρετό όσο θεωρούνταν κατά τη χρήση παραδοσιακών μεθόδων διδασκαλίας, αλλά και να απομακρύνει από την πραγματικά δημοκρατική διδασκαλία, θέτοντας τα όρια για μια επιστημονιστική προσέγγιση του αντικειμένου και εμμένοντας περισσότερο στις πρακτικές απόκτησης της γνώσης με τη χρήση επαγγελματικών μεθόδων από τους μαθητές παρά εμπνέοντας για μια διασκεδαστική και δημιουργική μαθησιακή διαδικασία. Ωστόσο, η ιστορική διερεύνηση είναι συνώνυμη οποιασδήποτε ερευνητικής διαδικασίας, περιλαμβάνοντας τη θέση ερωτημάτων, τη συλλογή και αξιολόγηση δεδομένων και τη συναγωγή συμπερασμάτων μέσα από τις αποδείξεις, ταυτιζόμενη με την έννοια της ιστορικής κατανόησης. Αποτελεί δε τη βάση για την απόκτηση δεξιοτήτων και ποιοτήτων τέτοιων που χαρακτηρίζουν το δημοκρατικό πνεύμα, καθώς είναι συνώνυμη με την δημιουργική και ελεύθερη σκέψη. Επιπλέον, η διαδικασία παραγωγής ιστορικής γνώσης δημιουργεί τις βάσεις για σκέψη μακριά από περιορισμούς και προκαταλήψεις, σκέψη που βασίζεται στην ύπαρξη αποδείξεων. Βοηθά ακόμα στην επικοινωνία μεταξύ των μαθητών, αφού ευνοεί τη συνομιλία ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρεση αποδείξεων και συναγωγή συμπερασμάτων μέσα από διαδικασίες διαλόγου και αντιπαράθεσης απόψεων (Barton & Levstik, 2004: 185).


3. Ενσυναίσθηση και αλτρουισμός

Η έννοια της ενσυναίσθησης έχει απασχολήσει κατά καιρούς φιλοσόφους, ψυχολόγους και παιδαγωγούς με την ίδια ένταση. Το ερώτημα κατά πόσο μπορεί κάποιος να κατανοήσει την κατάσταση ενός άλλου, να μπει στη θέση του άλλου, και στη συνέχεια η σύνδεση της ικανότητας αυτής με στάσεις και συμπεριφορές όπως ο αλτρουισμός και οι πράξεις ανακούφισης του πάσχοντος, απασχόλησαν φιλοσόφους και ψυχολόγους, που στις αρχές του 20ου αιώνα επιχείρησαν να ορίσουν την ενσυναίσθηση. Ο Håkansson (2003) αναφέρει διάφορους ορισμούς της έννοιας, που έχουν δοθεί είτε στα πλαίσια της ενσυναίσθησης ως διανοητικής ικανότητας είτε ως συναισθηματικής τάσης και προδιάθεσης. Η ενσυναίσθηση ως «εμπειρία μιας ξένης συνείδησης» (Stein, 1917/1989 αναφέρεται στον Håkansson, σελ 2) απασχόλησε ψυχοθεραπευτές σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι οποίοι μελετούσαν τις επιδράσεις της στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη ότι η ενσυναίσθηση αποτελεί και μια από τις μεθόδους συλλογής επιστημονικών δεδομένων, ειδικά σε επιστήμες που απαιτούν κάποιου είδους «νοερή ενδοσκόπηση» (Håkansson, 2003: 6). Το παραπάνω διατυπώθηκε για την επιστήμη της ψυχολογίας και συγκεκριμένα για τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας και τη σχέση θεραπευτή- ασθενή, ωστόσο μπορεί να έχει εφαρμογή και σε επιστήμες που απαιτούν την ενεργοποίηση της φαντασίας όπως είναι η ιστορία. Και ενώ για πολλούς μελετητές η ενσυναίσθηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ανθρώπινη αλληλεπίδραση,  συνδέεται ταυτόχρονα με αισθήματα αλτρουισμού, ηθικής εξέλιξης, πράξεων βοήθειας προς τους άλλους και ανάπτυξης αξιακών συστημάτων. Συγκεκριμένα, μελετητές συνδέουν την ενσυναισθητική κατανόηση των αισθημάτων του άλλου με την ανάπτυξη ηθικών αρχών, ενώ άλλοι θεωρούν ότι το σύστημα ηθικών αξιών του καθενός ενεργοποιείται και οδηγεί σε ανακουφιστική για τον πάσχοντα ενέργεια μόνο μέσω της ενσυναισθητικής κατανόησης της κατάστασής του. Αντίστοιχα, σχετικές έρευνες καταλήγουν στη διαπίστωση ότι η ενσυναίσθηση συνδέεται με αισθήματα αλτρουισμού με την έννοια ότι, κατανοώντας κάποιος τα συναισθήματα του πάσχοντος, αναπτύσσει αλτρουιστικά κίνητρα με σκοπό να τον βοηθήσει να ξεπεράσει την άσχημη θέση του[2]. Φυσικά η παραπάνω υπόθεση έρχεται σε αντίθεση με την δημοφιλή θέση, ότι δηλαδή κάθε αλτρουιστική ενέργεια προκαλείται ως αποτέλεσμα της ανάγκης να ικανοποιήσει κάποιος τα εγωιστικά του αισθήματα, δηλαδή ότι κάθε πράξη αλτρουισμού εμπεριέχει την προσωπική ικανοποίηση του ενεργούντος, και γι αυτό το λόγο την πράττει. Καταλήγουμε από τα παραπάνω στις εξής διαπιστώσεις: ότι η ενσυναίσθηση περιλαμβάνει ενδιαφέρον για τον άλλον, πέρα από την ικανότητα για κατανόηση της θέσης του, και ότι ενεργοποιείται συχνότερα σε περιστάσεις πραγματικής ανάγκης του άλλου. Και οι δύο διαπιστώσεις συμφωνούν με τη σύνδεση ενσυναίσθησης και αλτρουισμού, που είδαμε παραπάνω.

Συμπεράσματα

Η σύγχρονη βιβλιογραφία σχετικά με την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης στη διδασκαλία της ιστορίας την συνδέει τόσο με την εξέλιξη διανοητικών ικανοτήτων απαραίτητων για την ιστορική μελέτη, όσο και με την ανάπτυξη στάσεων και αρχών αναγκαίων για τη συμβίωση σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο κοινωνικό πλαίσιο. Θεωρείται πως η ικανότητα για ενσυναισθητική κατανόηση του παρελθόντος μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη ιδιοτήτων κατανόησης και αποδοχής της θέσης του άλλου, εφόσον η ενσυναίσθηση συνδέεται με τον αλτρουισμό και την ανάληψη υπεύθυνης στάσης απέναντι στις εκάστοτε κοινωνικές συγκυρίες. Η ικανότητα για ενσυναισθητική σύλληψη της οπτικής γωνίας του άλλου, για κατανόηση της θέσης και των πράξεών του, αναπτυσσόμενη μέσα από το μάθημα της ιστορίας, μπορεί να αποτελέσει απαρχή για τη διαμόρφωση των μελλοντικών δημοκρατικών πολιτών, που θα χαρακτηρίζονται από κατανόηση, σεβασμό και αποδοχή του διαφορετικού, και αισθήματα αλτρουισμού και γνήσιου ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο.


Βιβλιογραφία

Barton K., Levstik L., (2004). Teaching history for the common good, Routledge.

Håkansson J., (2003). Exploring the phenomenon of empathy, Doctoral Dissertation, , Department of Psychology, Stockholm University, 2003, ανακτήθηκε από http://www.emotionalcompetency.com/papers/empathydissertation.pdf στις 2/2/09.

Kornfeld E., (1992) The Power of Empathy: A Feminist, Multicultural Approach to Historical Pedagogy, The History Teacher, Vol. 26, No. 1, (Nov., 1992), pp. 23-31.

Lee, P. J. (1983). History teaching and philosophy of history. History and Theory, Vol. 22, No. 4, Beiheft 22: The Philosophy of History Teaching (Dec. 1983), p. 19-49.

Stockley D., (1983). Empathetic Reconstruction in History and History Teaching, History and Theory, Vol. 22, No. 4, Beiheft 22: The Philosophy of History Teaching (Dec. 1983), p. 50-65.


[1] Βλ. ενδεικτικά Stockley, 1983.
[2] Για μια γενική επισκόπηση ερευνών σχετικά με την «ενσυναίσθηση» βλέπε Håkansson, 2003, σελ. 1-17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου